λιθόβολα

λιθόβολα
λιθόβολος
throwing stones
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιθοβόλα — λιθοβόλος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίντονος — παλίντονος, ον (Α) 1. (για τόξο) ελαστικός, αυτός που τεντώνει και επανέρχεται στην προηγούμενη θέση του («παλίντονα τόξα τιταίνων», Ομ. Ιλ.) 2. ο προς τα πίσω τεντωμένος («Ἔρως... ἡνίας εὔθυνε παλιντόνους», Αριστοφ.) 3. αυτός που προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”